καμέλια

καμέλια
Δενδρύλλιο ή αειθαλής θάμνος της οικογένειας των θεϊδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυής στην Ιαπωνία· γι’ αυτό έλαβε την επιστημονική ονομασία κ. η ιαπωνική. Στην Ευρώπη μεταφέρθηκε στα τέλη του 17ου αι. και από τότε καλλιεργείται κυρίως σε γλάστρες για τα ωραία άνθη της. Τα φύλλα της είναι δερματώδη, ωοειδή και μυτερά, βραχύμισχα, ακέραια, σκούρα πράσινα και γυαλιστερά στην πάνω επιφάνεια. Τα άνθη της είναι μεγάλα, κανονικά, μονά (5 πέταλα), ημίδιπλα ή διπλά, ανάλογα με την ποικιλία, μονόχρωμα ή ποικιλόχρωμα, με λευκό, ρόδινο ή κόκκινο καρμινίου χρώμα. Ο καρπός αποτελεί κάψα αποξυλωμένη. Η κ. πολλαπλασιάζεται με μοσχεύματα το φθινόπωρο και με εναέριες καταβολάδες. Ευδοκιμεί σε πορώδη και όξινα εδάφη, με υψηλή υγρασία, πλούσια σε φυτόχωμα και σε ημισκιερές θέσεις. Η καμέλια, η οποία κατάγεται από την Ιαπωνία, διαδόθηκε τον 17o αι. και στην Ευρώπη.
* * *
διακοσμητικό φυτό που ανήκει στο γένος τών θεοειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. camelia < νεολατ. camellia < κύριο όν. Camelli, μοναχός που έφερε το φυτό από την τροπική Ασία τον 17ο αιώνα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καμέλια — η (λ. γαλλ.), είδος φυτού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταβολάδα — Αγενής τρόπος πολλαπλασιασμού των φυτών, ο οποίος εκμεταλλεύεται την ικανότητα των νεαρών βλαστών να βγάζουν επίκτητες ρίζες, όταν σκεπαστούν με χώμα. Η κ. διαφέρει από το μόσχευμα επειδή μέχρι να εμφανιστούν οι ρίζες δεν κόβεται από το μητρικό… …   Dictionary of Greek

  • τεΐα — (thea). Γένος φυτών της οικογένειας των τερνστραμειοειδών, που αριθμεί είδη θάμνων της Ινδίας και της Κίνας. Το αξιολογότερο φυτό του γένους είναι η καμέλια η σινική (thea sinensis), θάμνος που φτάνει τα 10 μ. ύψος αλλά οι καλλιεργητές του δεν το …   Dictionary of Greek

  • τεϊόδενδρο — το, Ν (βοτ. γεωπ.) λόγια ονομασία τού αειθαλούς φυτού Camellia [ή Thea] sinensis, που ανήκει στο γένος καμέλια τής οικογένειας τεΐδες και καλλιεργείται για τα νεαρά φύλλα και τους φυλλοφόρους οφθαλμούς του, από τα οποία παρασκευάζεται το τονωτικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”